- νεβροστολίζω
- νεβροστολίζω (Α)περιβάλλω κάποιον με νεβρίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + στολίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεβρός — ο (Α νεβρός, ὁ και σπαν. ἡ) το νεογνό τού ελαφιού, το ελαφάκι («νεβρὸν ἔχοντ ὀνύχεσσι, τέκος ἐλάφοιο ταχείης», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το δέρμα νεογνού ελαφιού («περὶ δὲ τοὺς πόδας τε καὶ τὰς κνήμας πέδιλα νεβρῶν», Ηρόδ.) 2. μτφ. κάθε σύμβολο φόβου και… … Dictionary of Greek